- σκεπαρνιά
- ηχτύπημα με το σκεπάρνι: Με μια σκεπαρνιά έσκισε το ξύλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκεπαρνιά — η, Ν 1. κάθε χτύπημα που γίνεται με το σκεπάρνι 2. τομή πάνω σε μια επιφάνεια που γίνεται με το σκεπάρνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάρνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Ναγκάντα ή Νακάντα — Συγκρότημα ερείπιων της Χαλκολιθικής εποχής (4ης χιλιετίας π.Χ.) στην Άνω Αίγυπτο. Τα ερείπια βρίσκονται στην αριστερή όχθη του Νείλου, στα Β του Λούξορ. Πρόκειται για νεκρόπολη με περισσότερους από 2.100 τάφους και δύο οικισμούς. Αναφέρονται… … Dictionary of Greek